- κατατεταγμένως
- κατατεταγμένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass., ([etym.] κατατάσσω)A in order, D.S. 9.10 (sed leg.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατατεταγμένως — (Α) επίρρ. με τάξη, κατά τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεταγμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κατατάσσω] … Dictionary of Greek